ArabicLib
Λεξικό
Μεταφραστής
Δοκιμές
Βιβλίο φράσεων
Λεξιλόγιο
Άρθρα
Σχετικά με το έργο
Επαφές
Όροι χρήσης
Εμπιστευτικότητα
Λεξικό
Μεταφραστής
Δοκιμές
Βιβλίο φράσεων
Λεξιλόγιο
ΕΛΛΗΝΙΚΆ
▼
Млекопитающие / Θηλαστικά - Λεξικό
млекопитающее
θηλαστικό ζώο
шерсть
γούνα
теплокровный
θερμόαιμος
позвоночное
σπονδυλωτό
живородящий
ζωοτόκος
беременность
κυοφορία
молоко
γάλα
потомство
απόγονος
травоядное животное
φυτοφάγος
плотоядное животное
σαρκοφάγο
всеядный
παμφάγος
хищник
αρπακτικό
копыта
οπλές
когти
νύχια
территория
έδαφος
ночной
νυκτερινός
суточный
ημερήσιος
впадать в спячку
διαχειμάζω
вынашивать
κύηση
примат
αρχιεπίσκοπος
грызун
τρωκτικό
сумчатый
μαρσιποφόρος
собачий
κυνικός
кошачий
αιλουροειδής
водный
υδάτινος
морда
ρύγχος
молочная железа
μαστικός
клыки
κυνόδοντες
логово
φωλιά
стадо
αγέλη
пакет
πακέτο
пастись
αμυχή
шкура
δέρμα
усы
φαβορίτα
камуфляж
καμουφλάζ
репродуктивный
αναπαραγωγικός
джунгли
ζούγκλα
саванна
σαβάνα
скалолазание
ορειβασία
бескрылый
άπτερος
вымерший
εξαφανισμένος
четвероногое
τετράποδο
эндотермический
ενδόθερμος
территориальный
εδαφικός
одинокий
μονήρης
социальный
κοινωνικός
озвучивать
προφέρω