ArabicLib
Λεξικό
Μεταφραστής
Βιβλίο φράσεων
Λεξιλόγιο
Δοκιμές
Σχετικά με το έργο
Επαφές
Όροι χρήσης
Εμπιστευτικότητα
Λεξικό
Μεταφραστής
Βιβλίο φράσεων
Λεξιλόγιο
Δοκιμές
ΕΛΛΗΝΙΚΆ
▼
Fire Fighting → Πυρόσβεση: Λεξικό
ambulance
ασθενοφόρο
arson
εμπρησμός
fire
Φωτιά
fire alarm box
κουτί συναγερμού πυρκαγιάς
fire chief
αρχηγός πυροσβεστικής
fire department
ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
fire escape
έξοδος κινδύνου
fire extinguisher
πυροσβεστήρας
fire hydrant
πυροσβεστικό κρουνό
fireman
πυροσβέστης
flame
φλόγα
hook and ladder truck
φορτηγό με γάντζο και σκάλα
hose
μάνικα
oxygen mask
Μάσκα οξυγόνου
parachute
αλεξίπτωτο
search light
φως αναζήτησης
smoke
καπνός
smoke jumper
άλτης καπνού
victim
θύμα
volunteer fire-department
εθελοντικό πυροσβεστικό τμήμα
wrecking bar
μπάρα καταστροφής