ArabicLib
Λεξικό
Μεταφραστής
Δοκιμές
Βιβλίο φράσεων
Λεξιλόγιο
Άρθρα
Σχετικά με το έργο
Επαφές
Όροι χρήσης
Εμπιστευτικότητα
Λεξικό
Μεταφραστής
Δοκιμές
Βιβλίο φράσεων
Λεξιλόγιο
ΕΛΛΗΝΙΚΆ
▼
Βουνά & Λόφοι / 山と丘 - Λεξικό
βουνό
山, マウント, 騎馬警官
λόφος
丘, ビュート
κορυφή
ピーク, サミット, ピークレット, 首脳会談
κορυφογραμμή
リッジ, 棟木, 尾根道
κοιλάδα
谷
γκρεμός
崖, 絶壁, 断崖
κλίση
スロープ
σειρά
範囲
ανύψωση
標高
κατσάβραχα
岩山
οροπέδιο
高原
αλπικό
アルプ
έδαφος
地形
παγετώνας
氷河
πρόποδες
丘陵地帯
κρημνός
断崖
πέρασμα
合格
ρίτζμπακ
リッジバック
φαράγγι
峡谷
μπλόφα
ブラフ
υψίπεδο
高地
μονς
モンス
ορεινός
高地, 山地
βουναλάκι
丘
έξαρση
露頭
ορειβάτης
登頂者
διάσελο
コル
κρατήρας
クレーター
ακρωτήριο
岬
κολοφών
頂点
ράντζο
レンジレット
βράχος
岩壁
άχρηστο έδαφος
断崖の頂上
ορειβασία
登頂
βραχώδης κορυφή
トール
ράχη με ράχη
リッジバック
ανοδική ώθηση
隆起
ζενίθ
天頂