ArabicLib
Λεξικό
Μεταφραστής
Βιβλίο φράσεων
Λεξιλόγιο
Δοκιμές
Σχετικά με το έργο
Επαφές
Όροι χρήσης
Εμπιστευτικότητα
Λεξικό
Μεταφραστής
Βιβλίο φράσεων
Λεξιλόγιο
Δοκιμές
ΕΛΛΗΝΙΚΆ
▼
Εγκλημα → Crime: Λεξικό
όπλο
weapon
ντετέκτιβ καταστήματος
store detective
ιδιωτικός ντετέκτιβ
private detective
φυλακή
prison
αυτοκίνητο αστυνομίας
police car
αστυνομία
police
νομικός
legal
δικηγόρος
lawyer
δικηγόρος
lawyer
μαχαίρι
knife
δικαστής
judge
φυλακή
jail
παράνομος
illegal
όπλο
gun
ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ
car alarm
ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ
burglar alarm
διαρρήκτης
burglar
εγγύηση
bail
ένοπλος
armed
άλλοθι
alibi
τρομάζω
alarm