ArabicLib
Λεξικό
Μεταφραστής
Δοκιμές
Βιβλίο φράσεων
Λεξιλόγιο
Άρθρα
Σχετικά με το έργο
Επαφές
Όροι χρήσης
Εμπιστευτικότητα
Λεξικό
Μεταφραστής
Δοκιμές
Βιβλίο φράσεων
Λεξιλόγιο
ΕΛΛΗΝΙΚΆ
▼
Piante medicinali / Φαρμακευτικά φυτά - Λεξικό
erba
βότανο
radice
ρίζα
foglia
φύλλο
fiore
λουλούδι
abbaio
φλοιός
stelo
στέλεχος
estrarre
εκχύλισμα
infusione
έγχυση
decotto
αφέψημα, βράζω
tintura
βάμμα
olio essenziale
αιθέριο έλαιο
antiossidante
αντιοξειδωτικό
antinfiammatorio
αντιφλεγμονώδες
antimicrobico
αντιμικροβιακό
alcaloide
αλκαλοειδές
flavonoide
φλαβονοειδές
fitoterapia
φυτοθεραπεία
rimedio naturale
φυσική θεραπεία
guarigione
φαρμακευτικός
medicinale
ιατρικός
botanico
βοτανικός
erboristeria
βοτανοθεραπεία
fitochimico
φυτοχημικό
aromaterapia
αρωματοθεραπεία
infiorescenza
άνθηση
cataplasma
κατάπλασμα
rimedio
θεραπεία
unguento
αλοιφή
rametto
βλασταράκι
germoglio
μπουμπούκι
tonico
τόνικ
lavare
πλύση
applicazione
εφαρμογή
sintomo
σύμπτωμα
immunitario
απρόσβλητος
digestivo
χωνευτικός
antivirale
αντιιικό
antibatterico
αντιβακτηριακό
analgesico
αναλγητικό
antisettico
αντισηπτικό
adattogeno
προσαρμογόνο
disintossicare
αποτοξινώνω
infondere
εμπνέω
prescrizione
συνταγή
composto
χημική ένωση
dosaggio
δοσολογία